- πρόταφρος
- Στη γεωλογία είναι μία υποθαλάσσια ταπείνωση, βαθιά και στενή, που βρίσκεται αμέσως μετά την προχώρα, και περιβάλλει την ήπειρο παράλληλα προς τις επιμήκεις, υποθαλάσσιες εξογκώσεις. Μέσα στις π. αποτίθενται ιζήματα που μπορεί να φτάσουν σε πολύ μεγάλο πάχος και αποτελούνται από κλαστικά, θαλάσσια ή λιμναία αποθέματα, τα οποία προέρχονται κυρίως από τη διάβρωση των αναδυθέντων ηπειρωτικών αναγλύφων· η π. δηλαδή αποτελεί μία ιζηματογενή λεκάνη. Σήμερα, όλες οι πλευρές των ηπείρων που βρέχονται από τον Ειρηνικό ωκεανό περιβάλλονται από π., εκτός από τη βόρεια Αυστραλία.
* * *η, Νστρ. κάθε τάφρος αμυντικής οργάνωσης που ορύσσεται μπροστά από την κύρια τάφρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τάφρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ἑλληνικά Χρονικά].
Dictionary of Greek. 2013.